αποπληκτικός

αποπληκτικός
η , ό[ν] мед. апоплексический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποπληκτικός" в других словарях:

  • αποπληκτικός — ή, ό (Α ἀποπληκτικός, ή, όν) ο σχετικός με την αποπληξία* αρχ. ο απόπληκτος …   Dictionary of Greek

  • ἀποπληκτικά — ἀποπληκτικός paralysed neut nom/voc/acc pl ἀποπληκτικά̱ , ἀποπληκτικός paralysed fem nom/voc/acc dual ἀποπληκτικά̱ , ἀποπληκτικός paralysed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτικῶν — ἀποπληκτικός paralysed fem gen pl ἀποπληκτικός paralysed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτικόν — ἀποπληκτικός paralysed masc acc sg ἀποπληκτικός paralysed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτικαῖς — ἀποπληκτικός paralysed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτικοῖς — ἀποπληκτικός paralysed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτικοῖσι — ἀποπληκτικός paralysed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτικοῖσιν — ἀποπληκτικός paralysed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτικοί — ἀποπληκτικός paralysed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτικοῦ — ἀποπληκτικός paralysed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπληκτικούς — ἀποπληκτικός paralysed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»